Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

LOOPTROOP


To group Looptroop ξεκίνησε στη Σουηδία από έναν DJ (Embee) και έναν MC (Promoe), ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν δύο ακόμα MCs - οι Supreme και Cos.m.i.c, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2007, οπότε αποχώρησε ο τελευταίος και το συγκρότημα μετονομάστηκε σε Looptroop Rockers. Αφορμή για το Good Things στάθηκαν αφενός η επιστροφή του Embee από την Ιαπωνία και αφετέρου τα δέκα χρόνια από την ίδρυση της ιδιόκτητης ανεξάρτητης δισκογραφικής των Looptroop Rockers, DVSG (David vs Goliath).

To πρώτο περίεργο πράγμα που βρήκα, ήταν ότι το cd περιέχει...99 tracks, ενώ κανονικά περιλαμβάνει 13 τραγούδια. Όμως έτσι εξηγούνται τα νούμερα που γράφει στο οπισθόφυλλο (π.χ. το 2ο τραγούδι ξεκινάει στο track 9): ουσιαστικά «έσπασαν» δηλαδή τα τραγούδια σε περισσότερα tracks. Το album ανοίγει εντυπωσιακά με το “Family First”, όπου ο Promoe μιλάει για τους «αδερφούς» του πάνω σε μια γρήγορη, δυναμική παραγωγή. Δεύτερο το “Building”, συμπαθητικό ska-dub κομμάτι, με το κλασικό στυλ των Looptroop στο rappin - μέρος το οποίο δεν με ενθουσίασε. Ακολουθούν δύο από τις λιγοστές καλές στιγμές του δίσκου, το “Marinate” και το “Stains”, όπου εμφανίζεται ο Cos.m.i.c (όπως και στο “Al Mazika”), αποδεικνύοντας ότι η αποχώρησή του από τους Looptroop δεν ήταν ανεπαίσθητη, όπως πολλοί είχαν πει. Συνεχίζοντας, θα βρείτε μια διασκευή στο “Living On A Prayer” των Βon Jovi, με τον Promoe να προσπαθεί να το τραγουδήσει σε στυλ reggae, «πατώντας» σε μια αργή dubelectro παραγωγή. Δεν ξέρω για ποιο λόγο μπορεί να επέλεξαν αυτό το τραγούδι για διασκευή, ίσως για αστείο... Το καθαρόαιμο hip hop “Rome” με τα κοφτά του loops, το πολύ καλό rap και τους ανατρεπτικούς στίχους (“When in Rome, we burnin’ down Rome”) αναδεικνύεται σε μία από τις καλύτερες στιγμές του Good Things, ενώ το “Naοve” μας πηγαίνει προς Outcast με πιο electro ήχο, και το “Al Mazika” προς ανατολάς με τη συνοδεία R’n’B στοιχείων. Έξυπνο επίσης το “Blood And Urine”, στο οποίο πραγματεύονται τον...έλεγχο ούρων, αίματος και γενετικού υλικού, ενδιαφέρον όμως και το “Trance Fat”, με τη συμμετοχή του Rakka από τους Dilated Peoples. Ανάμεσα σε μερικά αδιάφορα κομμάτια, τελευταίο το “Puzzle” όπου ο Promoe γυρίζει πίσω τον χρόνο.

Γενικά, οι Looptroop επέστρεψαν λιγότεροι, αριθμητικά και μουσικά, αν και ο DJ Embee φαίνεται να άλλαξε το στυλ της μουσικής παραγωγής αρκετά (και όχι απαραίτητα προς το καλύτερο). Βέβαια ίσως αυτό έχει να κάνει και με τη μετονομασία τους αλλά και τη διαμονή του στην Ιαπωνία. Τρεχάτα beats, πολλά synths και μια hip-hop προσέγγιση με περισσότερα στοιχεία R’n’B, προσπάθειες για τραγούδι αντί για ραπ και προσεγμένη παραγωγή χαρακτηρίζουν το συγκεκριμένο album, το οποίο μάλλον δεν ήταν αυτό που οι περισσότεροι αναμέναμε. Αν και ίσως είναι μάταιο να περιμένει κανείς τους παλιούς Looptroop - παρόλο που ουσιαστικά οι ίδιοι άνθρωποι είναι πίσω απ’ τους Looptroop Rockers -

BOOT CAMP CLICK'S


Είναι ίσως από τις λίγες «ομάδες» hiphop καλλιτεχνών που συνεχίζουν από την αρχή της καριέρας τους μέχρι και τώρα να δίνουν δισκογραφικές δουλείες υπό την αιγίδα του κλασσικού ήχου. Άλλωστε 12 χρόνια αναλλοίωτης μουσικής πορείας δεν είναι και λίγα.


Δημιουργήθηκαν το 1995 στο Brooklyn της Νέας Υόρκης, τόπο ορόσημο για το κλασσικό και την έννοια του, από τους Dru Ha (Drew Friedman) CEO της Duck Down Records & Buckshot μέλος των Black Moon. Ο τελευταίος προσαρτεί στην νεοσύστατη τότε D.D.* τους Smif N Wessun aka Cocoa Brovaz οι οποίοι εκείνη την εποχή κυκλοφορούνε τον πρώτο τους δίσκο με τίτλο Dah Shinin από την Wreck Records. Σειρά θα έχουν οι O.G.C. & Heltah Skeltah οι οποίοι κυκλοφορούνε μέσω της D.D. τα πρώτα τους albums Nocturnal & Da Storm αντίστοιχα δύο από τους πιο αναγνωρισμένους underground hiphop δίσκους.


Ένα χρόνο αργότερα ο Tupac προσκαλεί τους Dru Ha, Buckshot & Smif N Wessun στην Καλιφόρνια με σκοπό την δημιουργία ενός δίσκου με τίτλο One Nation με σκοπό την παύση κάθε είδους κόντρας μεταξύ των δύο Ακτών πράγμα που δεν έγινε ποτέ αφού λίγους μήνες αργότερα ο Τupac δολοφονείται.
Την επόμενη χρόνια (1997) και ενώ η συνεργασία Tupac & Boot Camp Clik έχει οριστικά αποτύχει για λόγους που όλοι γνωρίζουν, κυκλοφορεί το πρώτο album των BCC με τίτλο For The People. Τα νέα δεν είναι τα καλύτερα που ο Buckshot & η παρέα του θα περίμεναν αφού οι κριτικές διίστανται σχετικά με το πόσο καλός είναι ο δίσκος ενώ οι πωλήσεις κειμένονται σε μέτρια επίπεδα και πολύ νωρίς η κολεκτίβα από το Brooklyn ξεκινάει μια σχετικά καθοδική πορεία, μακριά από το ευοίωνο μέλλον που μέχρι τότε θεωρούταν δεδομένο για τoυς BCC, ως που ο Buckshot έρχεται να δώσει το φιλί της ζωής στο δημιούργημα του με το single No Joke" b/w "Follow Me, μια παραλλαγή ουσιαστικά στο κλασσικό "I Ain't No Joke" των Eric B & Rakim, μέσα από το project Funkmaster Flex's The Mixtape Vol. 2.

Πέντε χρόνια περνάνε μέχρι την επόμενη δισκογραφική κίνηση των BCC υπό αυτό το όνομα μέχρι το 2002 και την δεύτερη επίσημη δισκογραφική δουλειά των BCC με τίτλο Τhe Chosen Few, δίχως να καταφέρει για ακόμα μια φορά να ικανοποιήσει κριτικές και κοινό. Στο μεταξύ το 2000 κυκλοφορεί η συλλογή Basic Training: Boot Camp Clik's Greatest Hits με κομμάτια από παράλληλα projects των μελών του group. Κρίνοντας από την πορεία των studio albums, μια συλλογή δεν θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τα πράγματα όπως και έγινε. Το album δεν μπαίνει στο Billboard Chart 200 όπως αναμενόταν και άλλη μια κυκλοφορία των Boot Camp Clik φλερτάρει με το μέτριο.
2006 και το τρίτο χτύπημα είναι γεγονός. Οι Boot Camp Clik προσαρμοσμένοι στην νέα εποχή διατηρώντας όμως το άρωμα της προηγούμενης δεκαετίας δίνουν ένα δίσκο που μετά συγχωρήσεως «βουλώνει στόματα» ή αν θέλετε πιο ευγενικά «δίνει πολλές απαντήσεις σχετικά με τις ικανότητες της κλίκας πάνω στο rap game». Ό δίσκος αγκαλιάζεται από το κοινό όχι όμως και από τα περιοδικά και της κριτικές τους. Ίσως γιατί στο 2006 η συνταγή της προηγούμενης δεκαετίας θεωρείται και πρακτικά ξεπερασμένη. Παρ’ όλα αυτά ένα χρόνο σχεδόν μετά την κυκλοφορία του συνεχίζει να συνιστάται μεταξύ fans του group αλλά και γενικότερα. Άλλωστε τα περιοδικά πάντα ότι τους συμφέρει γράφουν.


Κι όλα αυτά ενώ τα μέλη του supergroup δισκογραφούν, διαλύονται και επανενώνονται.


Ας δούμε ξεχωριστά το κάθε σχήμα των Boot Camp Clik.
Black Moon



Aποτελούμενοι από τους Buckshot, 5ft & DJ Evil Dee (μέλος των Da Beatminerz) κάνουν το δισκογραφικό τους ξεκίνημα το 1993 με τον δίσκο Enta Da Stage, project ευρέως διαδεδομένο στους underground hiphop κύκλους ενώ μία χρονιά πριν έρχονται σε επαφή με το κοινό μέσα από το single τους «Who Got Da Props?». Single το οποίο καταφέρνει να μπεί στα charts του Billboard Hot 100, πράγμα που κανει και τους ίδιου τους Black Moon να εκπλαγούν ευχάριστα. Με την βοήθεια του DJ Chuck Chillout το συγκρότημα υπογράφει το πρώτο του συμβόλαιο με την Nervous Records από την οποία κυκλοφορεί τους δύο πρώτους επίσημους δίσκους του. Το Enta Da Stage ξεπερνά τις 350.000 πωλήσεις με αποτέλεσμα πλέον να συγκαταλέγεται στους classic δίσκους μαζί με άλλες ηχηρές κυκλοφορίες (Illmatic, Enter The Wu Tang, Paid In Full κλπ).


Την ίδια ευφορία δεν φαίνεται να φέρνει και το επόμενο album - compilation τους με τίτλο Diggin in da vaults αφού την περίοδο εκείνη το group έχει διαλυθεί (προσωρινά όπως αποδεικνύεται) με μοναδικό ενεργό μέλος τον DJ Evil Dee ο οποίος συνεχίζει την καριέρα του στο άλλο group στο οποίο είναι μέλος τους Beatminerz. Aξίζει φυσικά να σημειωθεί ότι όσο το σχήμα βρίσκεται σε διάσταση ο Buckshot «στήνει» την αυτοκρατορία που λέγεται Βoot Camp Clik.


Mετά τις κυκλοφορίες των Smif N Wessun, O.G.C & Heltah Skeltah και έχοντας το ελεύθερο πλέον από την Nervous Records για την χρήση του ονόματος τους, μετά από δικαστική μάχη, οι Black Moon συγκροτούνται πάλι και κυκλοφορούν το τρίτο επίσημο album τους με τίτλο War Zone, ένα δίσκο που θα φέρει κριτικές και πωλήσεις στην απόλυτη αντίφαση με τις πρώτες να το εξυμνούν και τις τελευταίες να το καταδικάζουν. Πολλοί αποδίδουν την σύγκρουση αυτή στην επιρροή του μουσικού ύφους των Βeatminerz που ο DJ Evil Dee πέρασε στο group. Η συνέχεια εξακολουθεί να είναι απογοητευτική για τoυς Black Moon αφου μετά το War Zone, δεν πείθει ούτε το solo του Buckshot με τίτλο The BDI Thug το οποίο λαμβάνει πολύ μέτριες κριτικές και όπως ήταν φυσικό πολύ μέτριες πωλήσεις.


Διάλλειμα για τους Black Moon το 2002 καθώς την σκυτάλη για το studio παίρνουν όλοι οι Boot Camp Clik και επιστροφή το 2003 με νέο δίσκο, δύο singles, δύο μουσικά videos, πολύ καλές κριτικές αλλά για το εθιμοτυπικό της υπόθεσης πωλήσεις που δεν επιτρέπουν στο συγκρότημα να κάνει την υπέρβαση. Ο λόγος για το Total Eclipse. Το καλό vibe που έφερε η αποδοχή του δίσκου έστω και από το underground κοινό ενθαρρύνει τους Black Moon να προχωρήσουν στην δημιουργία ενός νέου album, πράγμα που δεν συμβαίνει ποτέ μιας και στις 6 Μαρτίου 2004 ο 5ft φυλακίζεται με την κατηγορία της διακίνησης ναρκωτικών. O DJ Evil Dee συνεχίζει την καριέρα του με τους Beatminerz ενώ ο Βuckshot με τους BCC. Ο τελευταίους κυκλοφορεί το 2005 ένα project μαζί με τον 9th Wonder με τίτλο Chemistry ενώ ο πρώτος ένα χρόνο αργότερα ένα mixtape με τίτλο Alter The Chemistry βασισμένο στα φωνητικά του Chemistry και σε κλασσικά Black Moon beats.

ΠΗΓΗ:www.hiphop.gr

CYPRESS HILLS


Για πολλούς, οι Cypress Hill είναι ένα από εκείνα τα συγκροτήματα που κατάφεραν να φέρουν το hip hop με άποψη και ιδεολογία, στο προσκήνιο των μουσικών πραγμάτων της δεκαετίας του ’90. Να ελευθερώσουν το συγκεκριμένο μουσικό είδος από τους δρόμους των αμερικάνικων γκέτο και να το απευθύνουν σε ολόκληρο τον κόσμο. Για άλλους πάλι, είναι οι πατέρες μιας παράξενης πρόσμιξης ανάμεσα στα latin μελωδικά μοτίβα και τους hip hop ρυθμούς που τους έκανε σούπερ σταρ στο είδος τους.

Οι αργές bass ‘n’ drum λούπες του DJ Muggs που υπήρξε και ο αρχιτέκτονας του ήχου τους, και η υπνωτιστική απαγγελία του Β Real που υπέγραφε και τους πολιτικά συνειδητοποιημένους στίχους τους, έχουν επηρεάσει από την funk – rap του Dr Dre ως την Αγγλική trip hop. Η πρώτη εκδοχή της μπάντας δημιουργήθηκε το 1986 υπό το όνομα DVX, ξεκινώντας τους πρώτους πειραματισμούς ανάμεσα στο latin και το hip hop που αποτελούσε, για την εποχή, καθαρά την κουλτούρα των γκέτο και του δρόμου.

Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, τα ιδρυτικά μέλη Sen Dog και Mellow Man Ace αποχώρησαν από την μπάντα. Ήταν η εποχή γύρω στα 1990 όταν οι εναπομείναντες B Real και DJ Muggs αποφάσισαν να μετονομαστούν σε Cypress Hill και να δουλέψουν πάνω σε ένα ντεμπούτο άλμπουμ που τελικά είδε τα ράφια των δισκοπωλείων στις αρχές του 1992 και προκάλεσε τεράστια αίσθηση από την αρχή.

Τα ιστορικά ακόμα και σήμερα singles "How I Could Just Kill a Man" και "The Phuncky Feel One" έγιναν αμέσως επιτυχίες συσπειρώνοντας γύρω από το όνομα της μπάντας όχι μόνο τους οπαδούς της hip hop αλλά και πολλούς φίλους της rock κοινότητας. Ο δεύτερος δίσκος τους, Black Sunday, που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1993 είχε την ίδια λαμπρή πορεία στα charts με τον προκάτοχό του, φτάνοντας ακόμη και το νούμερο 1 στην Αμερική. Οι Cypress Hill είχαν καταφέρει να ανοίξουν το κοινό τους, απευθυνόμενοι τόσο σε λευκούς όσο και μαύρους, τόσο σε παιδιά του κολεγίου όσο και παιδιά του δρόμου. Και την επιτυχία αυτή απολαμβάνουν μέχρι σήμερα, παρά την πρόσκαιρη διάλυσή τους γύρω στα τέλη του ’90, η οποία όμως δεν κράτησε για πολύ.



Το 2000 τους ξαναβρίσκει μαζί να κυκλοφορούν τραγούδια με guests μεγάλα αστέρια της rock, σαρώνοντας το MTV, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε και ο πέμπτος δίσκος τους Till Death Do Us Part, που σηματοδοτεί τα πρώτα τους ανοίγματα και προς το χώρο της reggae, οι πωλήσεις του οποίου παγκοσμίως, δείχνουν ότι οι οπαδοί των Cypress Hill εξακολουθούν να είναι αφοσιωμένοι στη μπάντα που άνοιξε νέους δρόμους στο hip hop.